- σεναρμοντίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) άχρωμο ή γκριζωπό ορυκτό οξείδιο τού αντιμονίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. senarmontite από το όνομα τού Henri de Senarmont, Γάλλου ορυκτολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.